εὐχρήστῳ

εὐχρήστῳ
εὔχρηστος
useful
masc/fem/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ευχρηστώ — (ΑΜ εὐχρηστῶ, έω) [εύχρηστος] νεοελλ. μσν. (συνήθως για λέξεις και φραστικούς ή γραμματικούς τύπους) είμαι σε συνήθη χρήση, απαντώ συχνά, είμαι εύχρηστος, είμαι δόκιμος αρχ. 1. είμαι χρήσιμος, ωφέλιμος 2. δανείζω, προκαταβάλλω 3. (για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek

  • ευχρήστημα — εὐχρήστημα, τὸ (Α) [ευχρηστώ] κέρδος, ωφέλεια που λαμβάνεται από κάποιο πράγμα …   Dictionary of Greek

  • προευχρηστώ — έω, Α προδανείζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + εὐχρηστῶ «δανείζω, προκαταβάλλω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”